καταρρηκτικόν

καταρρηκτικόν
καταρρηκτικός
promoting discharge
masc acc sg
καταρρηκτικός
promoting discharge
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταρρηκτικός — καταρρηκτικός, ή, όν (Α) [καταρρήγνομι] αυτός που προκαλεί ή διευκολύνει τις εκκρίσεις ή τις κενώσεις (α. «φάρμακον καταρρηκτικόν» καθάρσιο β. «οἶνος διουρητικὸς καὶ καταρρηκτικός» κρασί που διευκολύνει την ούρηση και τις κενώσεις) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”